Δοκιμασίες νυγμού
Οι δερματικές δοκιμασίες στο χέρι αποτελούν το βασικό διαγνωστικό όπλο του αλλεργιολόγου. Γίνονται με ανώδυνο τρόπο, δίνοντας μέσα σε λίγα λεπτά μια ασφαλή εικόνα για τα «αλλεργικά» αντισώματα του οργανισμού.
Σε αντίθεση με τη διαδεδομένη παραφιλολογία, οι δερματικές δοκιμασίες νυγμού έχουν υψηλότατη αξιοπιστία ακόμα και σε πολύ μικρές ηλικίες – σε οποιονδήποτε πάνω από την ηλικία των 2 μηνών. Αρκεί φυσικά η αλλεργία που αναζητείται να μεσολαβείται από αντισώματα, όπως συμβαίνει στις αλλεργίες του αναπνευστικού, αλλά και στις τροφικές αλλεργίες με άμεσα συμπτώματα μετά από τη λήψη της τροφής. Επίσης, είναι χρήσιμες στις αλλεργίες άμεσου τύπου στα φάρμακα, όπως και στις περιπτώσεις αλλεργίας στο δηλητήριο μέλισσας και σφήκας.
(Γιατί λέγεται ότι τα δερματικά τεστ έχουν μειωμένη αξιοπιστία στις μικρές ηλικίες, και γιατί αυτό είναι λάθος; Διαβάστε περισσότερα στο blog)
Μοριακή ανάλυση
Με τις μοριακές διαγνωστικές εξετάσεις, είναι πλέον δυνατός με μια απλή αιμοληψία ο ακριβέστερος επιμερισμός των χαρακτηριστικών της αλλεργίας, αφού μπορούμε να γνωρίζουμε όχι μόνο απέναντι σε ποια τροφή έχει φτιάξει «αλλεργικά» αντισώματα ο οργανισμός, αλλά και σε ποια συγκεκριμένα μόρια της τροφής.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την αλλεργία στους ξηρούς καρπούς, που περιέχουν δεκάδες ξεχωριστά αλλεργιογόνα ο καθένας. Παραδοσιακά, ένας ασθενής με θετικό αλλεργιολογικό έλεγχο δεν θα μπορούσε να γνωρίζει τι ακριβώς σημαίνουν τα όποια θετικά του αποτελέσματα: σημαίνουν ότι μπορεί να καταναλώνει μερικούς καρπούς τη φορά χωρίς συμπτώματα, πέρα από μια ήπια φαγούρα στο στόμα, ή μήπως σημαίνουν ότι ο ασθενής κινδυνεύει με βαριά αναφυλακτική αντίδραση σε επαφή ακόμα και με ίχνη του συγκεκριμένου καρπού; Είναι ασφαλές να τρώει ωμούς καρπούς ή να μείνει στους ψημένους; Πρόκειται για μια αλλεργία που θα περάσει ή μήπως για μια μακροχρόνια και επίμονη νόσο;
Αυτές οι πληροφορίες δίνονται πλέον από τη γνώση του υπεύθυνου αλλεργιογόνου μορίου στην τροφή, που μπορεί να είναι «σκληρότερο» ή «ηπιότερο», οπότε και η αλλεργία ακολουθεί τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά.
Μοριακές μέθοδοι είναι διαθέσιμες για τις περισσότερες τροφικές αλλεργίες (σε ξηρούς καρπούς, φρούτα και λαχανικά, σιτηρά, αυγό και γάλα, ψάρια και θαλασσινά), αλλά η χρησιμότητα της μοριακής διαγνωστικής δεν σταματά εκεί:
- Βοηθά στον καλύτερο προσδιορισμό της «ένοχης» πρωτεΐνης, στην περίπτωση του αλλεργικού άσθματος και της αλλεργικής ρινίτιδας. Έτσι, μπορούν να διαλευκανθούν τα αποτελέσματα κοινών εξετάσεων τύπου RAST, ειδικά όπου εμφανίζονται πολλές θετικές τιμές, όπως σε ασθενείς ευαισθητοποιημένους σε περισσότερες από μία γύρεις.
- Βοηθά στην καλύτερη επιλογή ασθενών για ανοσοθεραπεία σε περιβαλλοντικά αλλεργιογόνα – λειτουργεί δηλαδή ως ένα αποτελεσματικό φίλτρο, ώστε να υποβάλλονται σε ανοσοθεραπεία μόνο οι ασθενείς με ικανό προσδόκιμο όφελος.
- Συμβάλλει στην επιλογή του καταλληλότερου σχήματος ανοσοθεραπείας, με βάση τις περιεκτικότητες των διαφόρων σκευασμάτων στα διάφορα μοριακά αλλεργιογόνα. Με αυτόν τον τρόπο, αυξάνεται η αποτελεσματικότητα της ανοσοθεραπείας στο συγκεκριμένο ασθενή.
- Αποσαφηνίζει το υπεύθυνο μοριακό αλλεργιογόνο στην περίπτωση αλλεργίας σε υμενόπτερα (μέλισσα, σφήκα). Και εδώ το όφελος είναι η αποτελεσματικότερη ανοσοθεραπεία σε σχέση με τις κλασικές μεθόδους διερεύνησης.
Δοκιμασίες καθυστερημένης αντιδραστικότητας
Όταν πιθανολογείται αλλεργική νόσος με καθυστερημένη αντιδραστικότητα, τα πράγματα δεν είναι εύκολα για τον κλινικό γιατρό, αφού το αλλεργιογόνο δεν είναι χρονικά προφανές. Τέτοιες για παράδειγμα είναι οι περιπτώσεις γαστρεντερικής αλλεργίας σε ένα θηλάζον βρέφος, όπως και κάποιοι τύποι επίμονης ατοπικής δερματίτιδας σε παιδιά, όπου το να βρει κανείς το υπεύθυνο (ή τα υπεύθυνα) αλλεργιογόνα συνήθως απαιτεί αρκετή τύχη και μακροχρόνιες επώδυνες δίαιτες, τόσο για το παιδί όσο, και για τη θηλάζουσα μητέρα.
Εδώ οι αιματολογικές εξετάσεις (τύπου RAST) δεν έχουν καμία θέση, και το ίδιο συμβαίνει με τα κλασικά δερματικά τεστ που γίνονται στο χέρι. Αυτές είναι εξετάσεις που μετρούν αντισώματα, και στις καθυστερημένου τύπου αλλεργίες τα αντισώματα παίζουν δευτερεύοντα ή καθόλου ρόλο.
H μοναδική κλινική εξέταση που μπορεί να βοηθήσει στη διάγνωση αυτών των συχνών παθήσεων είναι οι επιδερμιδικές δοκιμασίες επικόλλησης (atopy patch tests). Πρόκειται για σειρά από ειδικά αυτοκόλλητα που τοποθετούνται για 48h στην πλάτη και περιέχουν τις τροφές προς εξέταση σε τυποποιημένη, μη-ερεθιστική συγκέντρωση.
Η αξιοπιστία της συγκεκριμένης εξέτασης δεν είναι ιδανική, αφού δεν καταφέρνει να δώσει τη διάγνωση σε όλους τους ασθενείς. Παρ’ όλα αυτά, οι επιδερμιδικές δοκιμασίες είναι τεχνικά εύκολες, απολύτως ανώδυνες, σχετικά φθηνές και το σημαντικότερο: αποτελούν τη μοναδική κλινική εξέταση που μπορεί να κατευθύνει τη δίαιτα σε αυτές τις περιπτώσεις γαστρεντερικής ή δερματικής αλλεργίας.
Εξειδικευμένη ερμηνεία
Οι αλλεργιολογικές εξετάσεις αποτελούν βασικό εργαλείο για τον ειδικό γιατρό, αλλά από μόνες τους δεν αρκούν. Με λίγα λόγια, δεν είναι τα αποτελέσματα που δίνουν τη διάγνωση, αλλά η επιστημονική ερμηνεία των αποτελεσμάτων. Αυτή απαιτεί εξειδικευμένη γνώση των ανοσολογικών μηχανισμών, της παγκόσμιας βιβλιογραφίας και φυσικά ανάλυση σε βάθος των κλινικών δεδομένων του ασθενούς.
Αυτό είναι και το κύριο όπλο του συγκεκριμένου ιατρείου.